αστασίαστος

αστασίαστος
η , ο [ος , ον ]
1) не бунтовавший, не принимавший участия в восстании; лояльный; 2) неоспариваемый, бесспорный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αστασίαστος" в других словарях:

  • ἀστασίαστος — not torn by faction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστασίαστος — η, ο (AM ἀστασίαστος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός 2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις νεοελλ. όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη») αρχ. ο νομοταγής …   Dictionary of Greek

  • αστασίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε στασίασε, ο νομιμόφρονας: Η δημοκρατία βοηθά τους πολίτες να μένουν αστασίαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστασιαστότερον — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial comp ἀστασίαστος not torn by faction masc acc comp sg ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστότατα — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial superl ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιάστως — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασίαστον — ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem acc sg ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστοτάτην — ἀστασίαστος not torn by faction fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστοτάτῃ — ἀστασίαστος not torn by faction fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιαστότεραι — ἀστασίαστος not torn by faction fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστασιάστοις — ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»